Διεθνείς αξιολογήσεις Πανεπιστημίων

22 / 08 / 2010

Η δημοσιοποίηση της παγκόσμιας κατάταξης Πανεπιστημίων για το 2010 του Πανεπιστημίου της Shanghai προκάλεσε τόσο στην Ελληνική όσο και στη διεθνή κοινή γνώμη, ένα κύκλο συζητήσεων για την ποιότητα των Πανεπιστημίων κάθε χώρας και τις σχετικές θέσεις που καταλαμβάνουν στην συγκεκριμένη κατάταξη. Οι μεταβολές που παρατηρούνται στις θέσεις που καταλαμβάνουν διάφορα Πανεπιστήμια είτε με βελτίωση, είτε με χειροτέρευση, έχουν το ενδιαφέρον τους. Θα ήταν όμως λάθος για όσους ασχολούνται με θέματα εκπαιδευτικής πολιτικής να περιοριστούν στις διαπιστώσεις αυτές.

Γιατί υφίστανται και σε τι αποσκοπούν οι διεθνείς αυτές αξιολογήσεις;

Η διεθνοποίηση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και οι ανάγκες για πανεπιστημιακές σπουδές έχουν διαμορφώσει μια εντυπωσιακή διεθνή αγορά εκπαίδευσης. Σύμφωνα με υπολογισμούς, η ετήσια οικονομική δραστηριότητα παγκοσμίως για τριτοβάθμια εκπαίδευση, αγγίζει πλέον τα 4 δις δολάρια.

Δεν είναι τυχαίο επομένως ότι την παγκόσμια κατάταξη που ξεκίνησε το 2003 το Πανεπιστήμιο της Shanghai έχουν ακολουθήσει ένα πλήθος κατατάξεων με διαφορετικά κριτήρια από πανεπιστήμια, εφημερίδες και οργανισμούς (μπορεί κανείς να αναφέρει για παράδειγμα την κατάταξη των Times του Λονδίνου, των US News and World Report κλπ).

Δεν είναι επίσης τυχαίο ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αντιλαμβανόμενη την επιρροή τους και την σημαντική υστέρηση των Ευρωπαϊκών Πανεπιστημίων στις κατατάξεις αυτές οδηγήθηκε στην απόφαση να χρηματοδοτήσει η ίδια την διαμόρφωση ενός συστήματος κατάταξης που όπως ισχυρίζεται θα έχει περισσότερη επιστημονική τεκμηρίωση.

Είναι φανερό επομένως ότι οι κατατάξεις αυτές αποσκοπούν και στο να επηρεάσουν την διεθνή αυτή αγορά.

Για τις διάφορες κατατάξεις έχουν διατυπωθεί αντιρρήσεις όσον αφορά την μεθοδολογία τους. Οι αντιρρήσεις συχνά προέρχονται από όσους διαπιστώνουν ότι στην συγκεκριμένη κατάταξη για την οποία εκφράζουν διαφωνίες, η σειρά στην οποία κατατάσσεται το ίδρυμα ή η χώρα τους δεν είναι ικανοποιητική. Δεν παύουν όμως πολλές από τις αντιρήσεις που διατυπώνονται να έχουν βάση – εξ άλλου, καμμία μεθοδολογία δεν είναι δυνατόν να είναι τέλεια και απόλυτα αντικειμενική. Για παράδειγμα, μπορεί κανείς να πεί ότι κατατάξεις όπως της Σαγκάης δίνουν υπερβολικό βάρος στον αριθμό των κατόχων Νόμπελ ενός ιδρύματος, δεν λαμβάνουν υπ’όψιν την πραγματική απήχηση που έχει ένα ίδρυμα στους ακαδημαϊκούς κύκλους (όπως αντίθετα συμβαίνει με την κατάταξη των Times) ή τείνουν να δίνουν πλεονέκτημα σε πολύ μεγάλα ιδρύματα. Επιπλέον, δεν μπορεί παρά να παρατηρήσει κανείς ότι ενίοτε η χώρα προέλευσης μίας κατάταξης παρουσιάζει μία συσχέτιση με την θέση κατάταξης των πανεπιστημίων της χώρας αυτή. Όσες αδυναμίες και αν παρουσιάζουν όμως, εκείνο που είναι βέβαιο είναι ότι οι κατατάξεις αυτές είναι εδώ για να μείνουν: θα αυξάνονται, θα βελτιώνονται, και θα επηρεάζουν σημαντικά την παγκόσμια αγορά τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην οποία αναφέρθηκα παραπάνω. To ζήτημα είναι: μπορούμε να τις αξιοποιήσουμε ως μοχλό για την ουσιαστική βελτίωση των πανεπιστημίων μας;

Η Ελλάδα στις διεθνείς κατατάξεις

Ποια είναι τα συμπεράσματα που μπορεί και πρέπει να εξάγει μια χώρα όσον αφορά την πολιτική της από τις κατατάξεις αυτές; Θα ήταν νομίζω λάθος η συζήτηση να περιοριστεί στο εαν ένα ή δυο Παν/μια σε κάποια χώρα βρίσκονται στα 400 ή τα 500 πρώτα, και λυπάμαι αν δεν συμμεριστώ την άποψη ότι η κατάταξη αυτή αποτελεί παράγοντα ικανοποίησης.

[Εδώ μάλιστα πρέπει να σημειωθεί κάτι που διέφυγε στην κάλυψη που είχε το ζήτημα από τα μέσα ενημέρωσης: από τις θέσεις 101 και ύστερα, δεν δίνεται λεπτομερής κατάταξη των πανεπιστημίων. Η μόνη πληροφορία που δίδεται είναι «κλάσεις δυναμικότητας» αποτελούμενες η καθεμιά από 50 ή 100 πανεπιστήμια, χωρίς καμμία κατάταξη εντός των ομάδων αυτών (υπάρχουν κλάσεις 101-150, 151-200, 201-300, 301-400 και 401-500). Η σειρά αναφοράς των πανεπιστημίων εντός των κλάσεων αυτών είναι απλώς αλφαβητική, όπως τονίζει και ο ίδιος ο φορέας της κατάταξης. Για παράδειγμα, το ΑΠΘ παρουσιάστηκε ώς τριακοσιοστό πρώτο, ενώ στην πραγματικότητα πρέπει κανείς να πεί ότι ανήκει στην κλάση 301-400 χωρίς να μπορούμε να πούμε κάτι περισσότερο (εμφανίζεται πρώτο στην κλάση αυτή λόγο του ονόματός του που το τοποθετεί εκεί αλφαβητικά). Δίνω έμφαση στο σημείο αυτό γιατί ίσως να έχει σημασία στην αξιολόγηση της ίδιας της έρευνας: το γεγονός ότι δεν δίνεται λεπτομερής κατάταξη από την θέση 100 και ύστερα αποτελεί κατά πάσα πιθανότητα παραδοχή των ιδίων των συντακτών της έρευνας ότι οι δείκτες τους αδυνατούν να προσδιορίσουν μία καλά ορισμένη κατάταξη από ένα σημείο και ύστερα. Ενδεχομένως, δηλαδή, οι δείκτες δεν επιτρέπουν έναν σαφή λεπτομερειακό διαχωρισμό των ιδρυμάτων, καθότι οι διαφορές δεν είναι εύκολα αναγνωρίσιμες – το μόνο που επιτρέπουν είναι η κατηγοριοποίηση σε ευρείες κλάσεις (με στατιστικούς όρους, μία λεπτομερειακή κατηγοριοποίηση θα ήταν εξαιρετικά ασταθής και επομένως παντελώς αναξιόπιστη, λόγω τεράστιας διακύμανσης (variance) οφειλόμενης στο γεγονός ότι βρισκόμαστε στα όρια της μη αναγνωρισιμότητας (statistical unidentifiability)). Μόνο εικασίες μπορούμε να κάνουμε ώς προς το γιατί μπορεί να συμβαίνει κάτι τέτοιο – δηλαδή γιατί οι δείκτες που χρησιμποιούνται είναι καλοί παράγοντες διαφοροποίησης (good discrimination factors) όταν αναφέρονται στα κορυφαία πανεπιστήμια και κακοί όταν αναφέρονται στα υπόλοιπα – είναι μήπως πολύ πιο ευδιάκριτες οι διαφορές στην κορυφή και δυσδιάκριτες μακριά από αυτήν;]

Επι της ουσίας, όσον αφορά την χώρα μας, δεν νομίζω ότι μπορεί κανείς να αισθάνεται ιδιαίτερα ευτυχής όταν σε όλες τις διεθνείς κατατάξεις η σειρά των ελληνικών Παν/μίων υστερεί σημαντικά των κατατάξεων χωρών αντιστοίχου μεγέθους ή δυνατοτήτων.

Εκείνο όμως που μπορεί και πρέπει να κάνει κανείς είναι να δει γιατί παν/μια σε χώρες αντιστοίχου μεγέθους έχουν βελτιωθεί σημαντικά και τι έχει αλλάξει στις χώρες αυτές προκειμένου να υπάρξει η βελτίωση αυτή.

Ας πάρουμε το παράδειγμα του Παν/μίου της Κοπεγχάγης. Το πανεπιστήμιο αυτό είναι 40ό  στη διεθνή κατάταξη και 7ο στην Ευρώπη. Τι έχει μεσολαβήσει ώστε το παν/μιο αυτό να έχει μια τόσο σημαντική θέση; Πολλοί ενδεχομένως είναι οι παράγοντες στους οποίους αυτό οφείλεται. Δεν μπορεί όμως κανείς όμως να αγνοήσει  την μεταρρύθμιση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση που έγινε στην Δανία. Η μεταρρύθμιση αυτή ξεκίνησε το 2004 και ολοκληρώθηκε το 2007. (Υπενθυμίζεται ότι στην παγκόσμια κατάταξη του 2005 ήταν 57ο (13ο στην Ευρώπη), το 2006 ήταν 56ο (13ο στην Ευρώπη), το 2007 ήταν 46ο (8ο στην Ευρώπη), το 2008 ήταν 45ο (8ο στην Ευρώπη) και το 2009 ήταν 43ο (8ο στην Ευρώπη).

Για να γίνει αντιληπτό τι σημαίνει η άνοδος αυτή των 25 θέσεων (στις πρώτες 60!) από το 2003 στο 2010 αξίζει να αναφερθεί ποια ήταν τα πανεπιστήμια στις θέσεις 40-63 το 2003. Τα πανεπιστήμια αυτά ήταν (σε παρένθεση η θέση που έχουν στην φετινή κατάταξη):

40. Utrecht University (50)

41. University of Edinburgh (54)

42. University of California Irvine (46)

43. University of Illinois at Urbana-Champaign (25)

44. University of Zurich (51)

45. University of Texas at Austin (38)

46. University of Munich (52)

47. Brown University

48. Australian National University (59)

49. Case Western Reserve University

50. University of North Carolina at Chapel Hill (41)

51. Osaka University

52. University of Pittsburgh (56)

53. New York University (31)

54. University of Arizona

55. University of Bristol

56. University of Heidelberg

57. Uppsala University

58. Technical University of Munich (56)

59. Carnegie Mellon University (58)

60. Rice University

61. University of Oslo

62. Tohoku University

63. University of Paris – 6 (Pierre and Marie Curie) (39)

Μέρος της μεταρρύθμισης στην Δανία αποτέλεσε και η αλλαγή του τρόπου διοίκησης των πανεπιστημίων στην Δανία. Η εισαγωγή του συμβουλίου διοίκησης ήταν ένα από τα κρίσιμα στοιχεία της μεταρρύθμισης αυτής. Σήμερα, το Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης έχει ένα 11μελές συμβούλιο διοίκησης τα 6 μέλη του οποίου προέρχονται εκτός πανεπιστημίου. Ο Πρύτανης επιλέγεται από το συμβούλιο και στην συνέχεια ο ίδιος επιλέγει του κοσμήτορες, οι οποίοι επιλέγουν τους προέδρους των τμημάτων.

Το συμβούλιο διοίκησης αποτελεί πια μια διαδεδομένη πρακτική στις ΗΠΑ που υιοθετείται όλο και περισσότερο και στις χώρες της Ευρώπης. Ο λόγος της επιτυχίας αυτού του προτύπου διοίκησης είναι ότι τα πανεπιστήμια, ιδιαίτερα αυτά που χρηματοδοτούνται από το κράτος, έχουν την αυτονόητη υποχρέωση κοινωνικής λογοδοσίας. Η κοινωνική λογοδοσία δε μπορεί να περιορίζεται σε μια ετήσια έκθεση πεπραγμένων όπου θα αναφέρονται οι δραστηριότητες του πανεπιστημίου. Η κοινωνία απαιτεί πλέον συμμετοχή και στην διαμόρφωση της στρατηγικής του πανεπιστημίου.

Παρόμοιους προβληματισμούς πρέπει να προκαλέσει και το γεγονός ότι σε μια άλλη μικρή χώρα όπως το Ισραήλ, υπάρχουν τέσσερα πανεπιστήμια τα οποία βρίσκονται στην λίστα των 200 πρώτων πανεπιστημίων της κατάταξης της Shanghai με ένα από αυτά στα 100 πρώτα. Μία από τις αιτιάσεις στην χώρα μας για την χαμηλή χρηματοδότηση της εκπαίδευσης είναι οι υψηλές απαιτήσεις του αμυντικού προϋπολογισμού. Χωρίς να έχω ελέγξει τα στοιχεία, θα μου ήταν δύσκολο να πιστέψω ότι η Ελλάδα χρειάζεται μεγαλύτερο μέρος του προϋπολογισμού της για την άμυνα από ό,τι το Ισραήλ. Επομένως, αλλού πρέπει να ψάξουμε  να βρούμε τις αιτίες των διαφορών αυτών. Ένα σημαντικό κοινό σημείο με το Ισραήλ, πέραν του μεγέθους της χώρας είναι η ύπαρξη ευρύτατης και αξιόλογης επιστημονικής διασποράς. Αναρωτηθήκαμε, πώς αξιοποιεί την επιστημονική διασπορά του αυτή το Ισραήλ; Τα dual appointments (που περιλαμβάνονται στις προτάσεις για τις αλλαγές στα ελληνικά πανεπιστήμια, είναι μια από τις εξηγήσεις.

Ένα από τα επιχειρήματα που χρησιμοποιούνται συχνά για την μη ικανοποιητική απόδοση των Ελληνικών πανεπιστημίων είναι η έλλειψη αυτοτέλειας. Σε κάποιο βαθμό, η εξήγηση αυτή έχει βάση. Όμως, παρά τις αλλαγές που έχουν υπάρξει και την βελτίωση στην κατεύθυνση της αυτοτέλειας, τα πράγματα δεν έχουν αλλάξει ουσιαστικά, γιατί η αυτοτέλεια αυτή δεν έχει συνδυαστεί με κοινωνική λογοδοσία.

Ας πάρουμε για παράδειγμα το θέμα της εκλογής των καθηγητών των Πανεπιστημίων που είναι ένα από τα πιο κρίσιμα για την μορφή τους και την απόδοσή τους.

Από το 2006, όλες οι εκλογές καθηγητών του πανεπιστημίου και το σύνολο της διαδικασίας γίνονται και ολοκληρώνονται στα πανεπιστήμια. Τα ίδια τα πανεπιστήμια αποφασίζουν τις θέσεις που προκηρύσσουν την, βαθμίδα, το τμήμα και το γνωστικό αντικείμενο. Στην συνέχεια, όταν ολοκληρωθεί η διαδικασία οι πρυτάνεις των πανεπιστημίων έχουν την ευθύνη του ελέγχου νομιμότητας και την δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του διορισμού των εκλεγέντων. Το Υπουργείο Παιδείας μόνο εκ των υστέρων μπορεί να ελέγξει εκλογές εφ’ όσον υπάρχουν ενστάσεις. Δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι η πλήρης αυτοτέλεια στο συγκεκριμένο θέμα, έχει οδηγήσει σε βελτίωση της ποιότητας τόσο αυτών που εκλέγονται όσο και των διαδικασιών που προηγούνται. Θα έλεγα μάλιστα ότι μάλλον υπάρχουν ενδείξεις περί του αντιθέτου. Η πιθανή εξήγηση είναι ότι οι διοικήσεις των πανεπιστήμιων δίνουν αναφορά μόνο στο εσωτερικό των πανεπιστημίων και επομένως οι εσωτερικές ισορροπίες είναι εκείνες που προσδιορίζουν αποκλειστικά τις εκλογές των καθηγητών.

Μια άλλη διάσταση που συχνά προβάλλεται ως στοιχείο για την σχετική θέση στις διεθνείς αξιολογήσεις είναι η οικονομική. Είναι βέβαιο ότι ένα μέρος της εξήγησης για την μεγάλη επιτυχία των Αμερικανικών πανεπιστημίων, και των δύο Αγγλικών ναυαρχίδων στις διεθνείς αυτές αξιολογήσεις οφείλεται στα πολύ καλά οικονομικά τους.

Υπάρχει όμως και η άλλη ανάγνωση. Το πανεπιστήμιο του Berkeley επανήλθε στην δεύτερη θέση της αξιολόγησης της Shanghai. Είναι γνωστό ότι η χρονιά που πέρασε ήταν η χειρότερη χρονιά από οικονομικής άποψης για την Καλιφόρνια. Η Καλιφόρνια είναι ίσως το μόνο μέρος της (ανεπτυγμένης) υφηλίου που αντιμετώπισε χειρότερα οικονομικά προβλήματα απ’ ό,τι η Ελλάδα. Το ίδιο το Berkeley αναγκάστηκε να μειώσει δραστικά το προσωπικό του και έφτασε μάλιστα στο σημείο να περιορίσει τον χρόνο απασχόλησης (άρα και τις αμοιβές) των καθηγητών του, κατά ένα δωδέκατο (κόψιμο ενός μισθού). Όμως παρόλα αυτά, κατάφερε και πάλι να βελτιώσει την διεθνή θέση του.

Τι σημαίνουν οι παρατηρήσεις αυτές και πώς μπορούν να αξιοποιηθούν για την περίπτωση της χώρας μας;

Υπάρχουν σημαντικές αλλαγές, οι οποίες απαιτούνται ώστε τα ελληνικά πανεπιστήμια να γίνουν περισσότερο αποτελεσματικά. Σε τέτοιες αλλαγές αποσκοπούν οι προτάσεις που θα καταθέσει το Υπουργείο Παιδείας προς διαβούλευση για τα πανεπιστήμια. Μια σημαντική παράμετρος είναι η αλλαγή του τρόπου διοίκησης. Η αποκλειστικά εσωτερική διοίκηση των πανεπιστημίων έχει κλείσει τον κύκλο της σε όλες τις χώρες, ιδιαίτερα μάλιστα το συγκεκριμένο μοντέλο που εφαρμόζεται στην Ελλάδα.

Είναι επίσης αναγκαίο το Πανεπιστήμιο να αποκτήσει διεθνή χαρακτηριστικά και να έχει την δυνατότητα ανταγωνισμού και σύγκρισης με διεθνή κριτήρια. Σε αυτή την κατεύθυνση κινούνται οι επιλογές της κυβέρνησης για διεθνείς αξιολογήσεις των ερευνητικών προτάσεων, για συγκρότηση διεθνών εκλεκτορικών σωμάτων για εκλογές καθηγητών και για πλήρη αυτοτέλεια του Πανεπιστημίου σε συνδυασμό με κοινωνική λογοδοσία.

Σημαντικό ρόλο στις αλλαγές για τα πανεπιστήμια θα διαδραματίσει η διεθνής συμβουλευτική επιτροπή από πρυτάνεις και προέδρους πανεπιστημίων με διεθνή καταξίωση. Η επιτροπή αυτή όχι μόνο θα συμβουλεύσει την κυβέρνηση στις επιλογές της,  αλλά θα μας επιτρέψει να αποκτήσουμε από πρώτο χέρι πληροφορίες και εμπειρίες για τα στοιχεία εκείνα που κάνουν ένα πανεπιστήμιο ανταγωνιστικό και επιτυχές στην διεθνή σκηνή.

Οι αλλαγές αυτές βέβαια θα χρειαστούν χρόνο. Ακόμα περισσότερος χρόνος θα απαιτηθεί για να δούμε τα αποτελέσματα των αλλαγών αυτών. Από κάπου όμως πρέπει να αρχίσουμε.

2.182 Εμφανίσεις