Κύριε Πρόεδρε,
Είναι γνωστό, και δεν χρειάζεται να το επαναλάβω, ότι η χώρα περνά μια πολύ μεγάλη κρίση. Κάνω την επισήμανση αυτή στην αρχή της τοποθέτησής μου για να τονίσω ότι όσοι παρακολουθούν τα εκπαιδευτικά πράγματα, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό, και όσοι παρακολουθούν την ιστορία της εκπαίδευσης γνωρίζουν ότι, διεθνώς, οι μεγαλύτερες τομές στην εκπαίδευση έχουν γίνει αμέσως μετά από μεγάλες κρίσεις. Επίσης, θα γνωρίζουν ότι -και αντίστροφα- πολλές από τις κρίσεις οφείλονται σε προβλήματα του εκπαιδευτικού συστήματος.
Για την δευτεροβάθμια εκπαίδευση, θα πρέπει να πω ότι, πέρα από τις επισημάνσεις που έχουν γίνει για τα προβλήματα στην χώρα μας, είναι γνωστό ότι και σε πολλές χώρες και με πολύ καλά εκπαιδευτικά συστήματα παρατηρούνται προβλήματα, διαφορετικής όμως μορφής.
Ειδικά για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, αν διάβασε κανείς τους NEW YORK TIMES πριν από μερικές μέρες, θα έβλεπε ότι ουσιαστικό πρόβλημα αντιμετωπίζει η πολιτεία της Νέας Υόρκης όπου, παρά το ότι η μέχρι σήμερα πρακτική είναι δύο επισκέψεις επιθεωρητού τον χρόνο σε ώρα διδασκαλίας, αντιλαμβάνονται ότι αυτή η πρακτική δεν αποδίδει και προχωρούν σε περισσότερο ουσιαστικές διαδικασίες.
Κατά την γνώμη μου, τα περισσότερα από τα προβλήματα που αντιμετωπίζει το εκπαιδευτικό μας σύστημα οφείλονται στην εσωστρέφεια.
Δεν νομίζω να υπάρχει εκπαιδευτικό σύστημα στο οποίο κανείς συναντά όρους όπως αυτούς που συζητάμε σήμερα: μόρια, απόσπαση, μετάθεση ή αριθμό εκλεκτόρων σε εκλεκτορικά σώματα για τα πανεπιστήμια.
Δυστυχώς, πρέπει να κινηθούμε μέσα σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο. Ένα πλαίσιο που δεν επιτρέπει τον εκσυγχρονισμό του εκπαιδευτικού συστήματος, ώστε να μπορεί να προχωρά σε κατευθύνσεις που κινούνται τα εκπαιδευτικά συστήματα διεθνώς. Ο λόγος είναι ότι έχουν ευτελισθεί ουσιαστικές διαδικασίες όπως η συνέντευξη και δεν έχουν πλέον αξιοπιστία. Έτσι, αναγκαζόμαστε να ποσοτικοποιούμε όλες τις διαδικασίες.
Και βέβαια, σωστά νομίζω έχει αναφερθεί ότι, όταν οδηγείται κανείς σε μία λογική μορίων, θα υπάρχουν αδικίες. Και υπάρχουν και άλλες αδικίες που έχουν επισημανθεί σε αυτήν την αίθουσα ή άλλες στρεβλές καταστάσεις.
Μπορώ να σας αναφέρω μερικές:
Η βαθμολογία του πτυχίου: Από μελέτες που είχα κάνει πριν από χρόνια, είχα παρατηρήσει ότι σε πολλά πανεπιστημιακά τμήματα ο μέσος όρος πτυχίου ήταν έξι η επτά, ενώ σε παιδαγωγικά τμήματα ήταν 9 ή 9,50.
Το διδακτορικό. Το διδακτορικό του Χάρβαρντ με το διδακτορικό – πρέπει να βρω μία χώρα που να μην θίξω κάποιον- του Ισλαμαμπάντ για παράδειγμα, δεν είναι το ίδιο. Παίρνει όμως τα ίδια μόρια ως διδακτορικό. Γιατί τα μόρια είναι ισοπεδωτικά.
Γιατί, όμως, οδηγούμεθα εκεί; Γιατί έχουμε απαξιώσει πρακτικές, οι οποίες είναι προφανώς καταλληλότερες; Είναι αδόκιμο να επιλέγονται δάσκαλοι και καθηγητές χωρίς να έχει συζητήσει κάποιος μαζί τους και να έχει αξιολογήσει την προσωπικότητά τους. Δυστυχώς, η συνέντευξη απαξιώθηκε. Και απαξιώθηκε για λόγους που όλοι γνωρίζουμε.
Θα τεθεί ενδεχομένως το ερώτημα «ωραία, το νομοσχέδιο αυτό λύνει όλα τα προβλήματα;». Δεν το ισχυρίζεται κανείς αυτό. Κάνει, όμως, σημαντικά βήματα για να αντιμετωπίσει τα προβλήματα αυτά. Θα πάρω ένα παράδειγμα. Ο διαγωνισμός των εκπαιδευτικών. Όσοι έχουν διατελέσει Υπουργοί είτε Υφυπουργοί Παιδείας ή όσοι είχαν εμπλακεί με τα θέματα του Υπουργείου Παιδείας, θα θυμούνται ότι κάθε χρόνο διορίζονταν τρεις, πέντε, έξι χιλιάδες εκπαιδευτικοί και ήταν επιτυχία του Υπουργού, δηλαδή αποτέλεσμα της προσωπικής του σχέσης με τον Πρωθυπουργό να εξασφαλίσει έναν μεγαλύτερο αριθμό διορισμών.
Και πώς καθοριζόταν ο αριθμός αυτός; Με τι κριτήρια; Συνήθως ανάλογα με το πλήθος των ενδιαφερομένων για διορισμό στις διάφορες ειδικότητες. Χωρίς καμία απολύτως αντίληψη ή διαδικασία που να προσδιορίζει πραγματικές ανάγκες.
Εγώ θα πω ένα πράγμα, για το οποίο δεν έχω στοιχεία, αλλά θα προσπαθήσω να βρω. Πόσοι από τους γυμναστές που είναι διορισμένοι, γυμνάζουν – δηλαδή κάνουν γυμναστική σε παιδιά; Πιστεύω ότι, αν όλοι οι γυμναστές που είναι διορισμένοι γύμναζαν μαθητές, θα ήμαστε ο καλύτερα γυμνασμένος λαός. Δεν είναι αυτή η εικόνα που υπάρχει- νομίζω.
Να πάρω ένα άλλο θέμα, που επίσης εθίγη εδώ. Το θέμα του μέντορα. Έκανε μία πολύ ενδιαφέρουσα παρατήρηση ο Πρόεδρος ο κ. Πολύδωρας και θα έλεγα το εξής.
Στο εξωτερικό αποτελεί μια πάγια πρακτική. Και χρησιμοποιείται ακριβώς η Ελληνική λέξη. Εμείς είχαμε ξεχάσει και την λέξη αλλά και την εφαρμογή της.
Χρειάστηκε να έλθει η Υπουργός και η Υφυπουργός, η κ. Διαμαντοπούλου και η κ. Χριστοφιλοπούλου, για να επαναφέρουν μία τόσο σωστή πρακτική. Εμείς, λοιπόν, συζητάμε τώρα εάν ο μέντωρ θα κάνει το άλφα, ή το βήτα. Ο μέντωρ θα κάνει αυτό που κάνει ο μέντωρ.
Πρέπει να σας πω την προσωπική μου εμπειρία. Από όσα πανεπιστήμια πέρασα στο εξωτερικό, ανεξάρτητα από πόσα χρόνια πείρα είχα, είχα κάποιον δίπλα μου ή συμβούλευα εγώ κάποιον. Ποτέ δεν αισθάνθηκα ότι αυτός ο άνθρωπος μου επιβάλλει – ούτε εγώ ποτέ επέβαλα κάτι – και ποτέ δεν ρώτησα ποιο είναι το νομοθετικό πλαίσιο με το οποίο ο μέντορας λειτουργεί σε κάθε χώρα και αν θα επηρεάσει την αξιολόγησή μου ή όχι. Υπάρχει η ουσία και υπάρχουν και λεπτομέρειες. Ο νόμος καθορίζει την ουσία.
Επειδή δεν έχω χρόνο, θα κάνω μόνο μια σύντομη αναφορά στο θέμα των τριών ετών παραμονής στον τόπο πρώτου διορισμού. Θα πω μία εμπειρία μου. Είχα πάει προ μηνών στη Θεσσαλονίκη. Οι μαθητές είχαν κατάληψη. Τους ζήτησα να μπούμε σε μία αίθουσα και να μιλήσουμε χωρίς κανέναν από τους δασκάλους τους.
Ξέρετε ποιο ήταν το θέμα που μου έθιξαν εντονότερα; Ότι αλλάζουν τόσο συχνά οι δάσκαλοί τους, που δεν προλαβαίνουν να τους γνωρίσουν. Όταν κανείς, λοιπόν, αγνοεί αυτό το πράγμα και θεωρεί, ότι απλώς η παρουσία κάποιου εκπαιδευτικού σε σχολείο είναι επαρκής, αγνοεί την ουσία της εκπαιδευτικής διαδικασίας.
Σας ευχαριστώ πολύ.